- μέχριπερ
- μέχριas far asindeclform (conj)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέχριπερ — και μέχρι περ (Α) (σύνδ.) 1. (με οριστ. ή υποτ. με το αν) 1. εφόσον, ενόσω («μέχρι περ ἡ τοῡ θεοῡ φύσις αὐτοῑς ἐξήρκει», Πλάτ.) 2. ωσότου, μέχρι («μέχριπερ ἐξ ἀνθρώπων ἀπήλθεν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέχρι + περ βεβαιωτικό μόριο] … Dictionary of Greek